Πλησιάζω τον σερβιτόρο, ένα νέο, καλοντυμένο και όμορφο αγόρι, και τον ρωτάω: «Αυτό το τραπέζι είναι κενό;». «Πρώτα λέμε καλησπέρα και μετά τα υπόλοιπα» απαντά. Θα μπορούσα, είναι η αλήθεια, κι εγώ να την έχω πει την καλησπέρα, αλλά κάτι ο κόσμος, κάτι η φασαρία, κάτι ο φόβος μη μείνουμε νηστικοί... Ακόμη και αν στα μάτια του φάνηκα αγενής, ο αντίδρασή του ήταν εξίσου, για να μην πω περισσότερο, γαϊδουρινή.
Κάθισα εκνευρισμένος, με τη διάθεση να του βάλω τρικλοποδιά έτσι όπως περνούσε μπροστά μου βιαστικός, με δίσκους γεμάτους φαγητά. Οταν πλησίασε να πάρει παραγγελία έγινε πιο ευγενικός, η αρχική εντύπωση άρχισε να αλλάζει. Δεν ήταν ένα παιδί αγενές όπως μου είχε φανεί, ήταν πιθανώς ένα παιδί που κανένας δεν είχε καθίσει να του μάθει πώς γίνεται σωστά αυτή η δουλειά.
Πώς συμπεριφέρεσαι, τι λες και τι δεν λες, πώς απευθύνεσαι στον πελάτη. Μερικές ημέρες μετά, σε άλλο εστιατόριο, παρέα τεσσάρων ατόμων έρχεται και κάθεται στο διπλανό μας, άδειο, και χωρίς ένδειξη «réservé» τραπέζι που ήταν στρωμένο για έξι άτομα. Τακτοποιούνται και αρχίζουν να συζητούν αναζητώντας με το μάτι τον σερβιτόρο.
Ο σερβιτόρος πλησιάζει, νέο και ευειδές παιδί και εκείνος, και τους λέει: «Ρε παιδιά, θα σας παρακαλέσω να πάτε σε ένα μικρότερο τραπέζι, γιατί αυτό είναι για έξι». Οι άνθρωποι έκαναν ό,τι ακριβώς τους ζήτησε, εγώ έμεινα πάλι έκπληκτος να κοιτάζω την αναστάτωση που τους προκάλεσε χωρίς λόγο σε ένα σχεδόν άδειο μαγαζί, αλλά και την αγένεια («ρε παιδιά»;) με την οποία αντιμετώπισε και εκείνος, όπως και ο πρώτος σερβιτόρος, τους πελάτες. Χωρίς να έχει επίγνωση της, αν όχι κακής, πάντως όχι ευγενικής συμπεριφοράς του.
Τρίτο περιστατικό, αυτήν τη φορά σε ένα από τα κεντρικά μπαρμπέρικα νέας γενιάς, με τους χίπστερ κουρείς, τις κολόνιες, τις πομάδες, τις αποτριχώσεις αφτιών και μύτης με κερί ή με κλωστή, τα μασάζ κεφαλής κ.λπ. Εκεί που παρέχονται αναβαθμισμένες, υποτίθεται, οι παροχές του μπαρμπέρη της γειτονιάς.
Σπρώχνω τη γυάλινη πόρτα και με υποδέχεται ένας ακόμη νέος άνθρωπος, λέγοντάς μου: «Καλώς το αγόρι!». Το να είσαι μεσήλικος και να σε αποκαλούν αγόρι είναι από κολακευτικό έως τρομακτικό. Οταν το αγόρι που σε λέει αγόρι έχει τα μισά σου χρόνια, τότε είναι μάλλον αγενές. Ομως, και σε αυτήν την περίπτωση, ο νέος μπαρμπέρης δεν το έκανε ούτε για να με μειώσει ούτε για να με προσβάλει.
Και εγώ με τη σειρά μου δεν ένιωσα προσβεβλημένος, απλώς, με το «κακό» να τριτώνει, προβληματισμένος και από άλλα τέτοια περιστατικά, (ξανα)σκέφτηκα πως η «παλαιάς κοπής» ευγένεια, την οποία επίμονα μας μάθαιναν οι γονείς μας, έχει αρχίσει να εκλείπει. Πως η κουλτούρα της αγένειας, πλασαρισμένη ως κάτι πιο φιλικό και άμεσο, κερδίζει έδαφος.
Σπρώχνω τη γυάλινη πόρτα και με υποδέχεται ένας ακόμη νέος άνθρωπος, λέγοντάς μου: «Καλώς το αγόρι!». Το να είσαι μεσήλικος και να σε αποκαλούν αγόρι είναι από κολακευτικό έως τρομακτικό. Οταν το αγόρι που σε λέει αγόρι έχει τα μισά σου χρόνια, τότε είναι μάλλον αγενές. Ομως, και σε αυτήν την περίπτωση, ο νέος μπαρμπέρης δεν το έκανε ούτε για να με μειώσει ούτε για να με προσβάλει.
Και εγώ με τη σειρά μου δεν ένιωσα προσβεβλημένος, απλώς, με το «κακό» να τριτώνει, προβληματισμένος και από άλλα τέτοια περιστατικά, (ξανα)σκέφτηκα πως η «παλαιάς κοπής» ευγένεια, την οποία επίμονα μας μάθαιναν οι γονείς μας, έχει αρχίσει να εκλείπει. Πως η κουλτούρα της αγένειας, πλασαρισμένη ως κάτι πιο φιλικό και άμεσο, κερδίζει έδαφος.
Ολο και περισσότεροι καθιερώνουν έναν χαλαρό τρόπο επικοινωνίας με τον απέναντί τους (όποια και αν είναι η ηλικία τους, ακόμη και αν η σχέση είναι καθαρά επαγγελματική), κάτι που όμως καταλήγει να είναι γαϊδουριά πολλών καρατίων. Γαϊδουριά δεν είναι να μιλάς σε έναν α) άγνωστο, β) μεγαλύτερο σε ηλικία, γ) πελάτη (βάλτε τα με όποια σειρά θέλετε) και να χρησιμοποιείς τον ενικό αριθμό, αυτόν τον ενικό της ελληνικής ζεστασιάς και οικειότητας; Δηλαδή μιας ψεύτικης οικειότητας η οποία στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Πρόκειται για την ίδια ψευδοοικειότητα του ταξιτζή που σου απευθύνει τον λόγο μόνο στον ενικό: «φίλε», «φιλάρα», δικέ μου», «μεγάλε», «γίγαντα»...
Οταν ήµουν 30 χρόνων και ο ταξιτζής 50, αυτός ο ενικός δεν με πείραζε. Οταν είμαι 50 και ο ταξιτζής 30, μου φαίνεται «κάπως». Επιπλέον, αν ο οδηγός που συμπεριφερόταν αγενώς ήταν άλλος ένας «ταρίφας» (είδος που όπως έχω παρατηρήσει όλο και περιορίζεται, ελαττώνεται), τα νέα, περιποιημένα, πολύ πιο καλλιεργημένα από εκείνον παιδιά που χρησιμοποιούν σήμερα την ίδια γλώσσα θα περίμενα να έχουν υιοθετήσει πιο ταιριαστούς με την εικόνα τους, με τα προσόντα τους, με αυτό που είναι, κώδικες επικοινωνίας.
Επειδή η ευγένεια, ακόμη και αν κι εγώ τη χαρακτήρισα λίγο προηγουμένως «παλαιάς κοπής», δεν έχει να κάνει με τις εποχές. Ηταν, είναι και θα είναι πάντα δείγμα πολιτισμού. Αυτή η πολύτιμη αίσθηση κοινωνικής τρυφερότητας και έγνοιας, που κάνει τη ζωή πιο υποφερτή και πιο όμορφη και που αναβαθμίζει τις διαπροσωπικές σχέσεις. Που σε κάνει άνθρωπο.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Αυγούστου 2017.
Επειδή η ευγένεια, ακόμη και αν κι εγώ τη χαρακτήρισα λίγο προηγουμένως «παλαιάς κοπής», δεν έχει να κάνει με τις εποχές. Ηταν, είναι και θα είναι πάντα δείγμα πολιτισμού. Αυτή η πολύτιμη αίσθηση κοινωνικής τρυφερότητας και έγνοιας, που κάνει τη ζωή πιο υποφερτή και πιο όμορφη και που αναβαθμίζει τις διαπροσωπικές σχέσεις. Που σε κάνει άνθρωπο.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Αυγούστου 2017.