Ο Γιάννης Ραγκούσης γέννημα θρέμμα του κομματικού μηχανισμού του ΠΑΣΟΚ αποφάσισε ότι είναι ΣΥΡΙΖΑ και «πολέμιος των συμφερόντων» ξεχνώντας όσα έλεγε κατά καιρούς
Αφού απέτυχε παταγωδώς να εκλεγεί ηγέτης του ΚΙΝΑΛ, ο Γιάννης Ραγκούσης αποφάσισε να πάει να προσχωρήσει στην «Προοδευτική Συμμαχία» του ΣΥΡΙΖΑ.
Και θεώρησε σκόπιμο, ως διαπιστευτήριο της αποδοχής των κανόνων της νέας του πολιτικής οικογένειας να κάνει και αυτός μια τελετουργική αποκήρυξη της διαπλοκής και του Βαγγέλη Μαρινάκη.
Απετάξω τω Σατανά; Απεταξάμην, που λέμε και στις βαφτίσεις.
Βέβαια, ο ίδιος ο Γιάννης Ραγκούσης, πολύ λίγα χρόνια πριν, θεωρούσε πως ό,τι χειρότερο υπάρχει στην Ελλάδα είναι ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Γιατί δύσκολα μπορεί να ξεχάσουμε ότι ο Γιάννης Ραγκούσης έχει υποστηρίξει ότι ο Αλέξης Τσίπρας είναι «ο πιο ανέντιμος πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης», ότι ο πρωθυπουργός είναι «αρρωστημένα εγωπαθής», ότι «ρίχνει “μαύρο” στη Διάυγεια». Μάλιστα, είχε πει προς τον πρωθυπουργό: «Σε αντίθεση με εσένα, ο Ανδρέας δεν έγινε πρωθυπουργός κάνοντας αντιπολίτευση σε μια πτωχευμένη πατρίδα».
Ούτε μπορούμε να ξεχάσουμε ότι ο Γιάννης Ραγκούσης το 2017 ανήκε στη δύναμη της πρωτοβουλίας «Ώρα αποφάσεων» με την Άννα Διαμαντοπούλου και τον Γιώργο Φλωρίδη, μια πρωτοβουλία με απόψεις ιδιαίτερα ανταγωνιστικές προς αυτές του ΣΥΡΙΖΑ και ουσιαστικά νεοφιλελεύθερες.
Απλώς, μετά επέλεξε να πάει στο ΚΙΝΑΛ να διεκδικήσει να είναι αρχηγός και γι’ αυτό τον διέγραψαν από την «Ώρα αποφάσεων».
Και όταν τα μέλη του ΚΙΝΑΛ τον «μαύρισαν» κανονικά στις εσωκομματικές εκλογές, καθώς στον πρώτο γύρο για την εκλογή προέδρου, τον Νοέμβριο του 2017 πήρε μόλις το 2,39% των ψήφων, ο Γιάννης Ραγκούσης άρχισε να αναζητά άλλη πολιτική στέγη, καθώς για κάποιο ανεξήγητο λόγο θεωρεί ότι είναι ένα αναντικατάστατο πολιτικό κεφάλαιο του τόπου με σημαντική λαϊκή απήχηση.
Αναρωτιέται κανείς από πού αντλεί αυτή την αλαζονεία ο Γιάννης Ραγκούσης;
Μέχρι που βρέθηκε στην Πάρο δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα παιδί του κομματικού σωλήνα του ΠΑΣΟΚ.
Πέρασε από την Τοπική Αυτοδιοίκηση, αλλά μάλλον την είδε ως εφαλτήριο για την κεντρική πολιτική σκηνή. Γιατί έτσι γνώρισε τον Γιώργο Παπανδρέου και αυτός ήταν που τον έκανε εκπρόσωπο Τύπου του ΠΑΣΟΚ και μετά γραμματέα του Εθνικού Συμβουλίου, το 2009 βουλευτή Επικρατείας και μετά υπουργό.
Ιχνος αυτοκριτικής
Γιατί ο Γιάννης Ραγκούσης που τώρα ανακαλύπτει την αίγλη της Αριστεράς, αριστερός δεν ήταν. ΠΑΣΟΚ ήταν και μάλιστα μνημονιακό ΠΑΣΟΚ.
Και ούτε ποτέ έκανε αυτοκριτική.
Γιατί μπορεί να λέει διαρκώς ότι ήταν ο υπουργός της «Διαύγειας», όμως είναι ταυτόχρονα και υπουργός που ψήφισε δύο μνημόνια.
Γι’ αυτό και όταν κατέβηκε στη Β΄ Αθηνών το 2012 δεν τα κατάφερε.
Φαίνεται πως ο λαός δεν εκτίμησε ιδιαίτερα το έργο του.
Και τώρα αφού περιπλανήθηκε από εδώ και από εκεί και αφού βρήκε επιτέλους έναν ρόλο ως «μαϊντανός» στην «Επιχείρηση Κεντροαριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ, αποφάσισε να το παίξει τιμητής και υπέρμαχος της κάθαρσης.
Παρότι ο ίδιος μάλλον εκπροσωπεί μια εκδοχή καιροσκοπισμού.
Μάλιστα τελειώνοντας την… βαρυσήμαντη ομιλία του στο Γαλάτσι, στο παζάρι μεταχειρισμένων πολιτικών υλικών που οργάνωσε ο Αλέξης Τσίπρας και το Μαξίμου, επέλεξε να θέσει κι αυτός το δίλημμά του: «Τσίπρας ή Μαρινάκης, Δημοκρατία ή Ολιγαρχία».
Όμως, κουβέντα δεν είχε να πει ο Γιάννης Ραγκούσης για τους άλλους ολιγάρχες.
Από αυτούς που η κυβέρνηση δεν κατατάσσει στους εχθρούς αλλά στους «επενδυτές» και που δεν διστάζει να τους κάνει κάθε χατίρι. Πάνω και κάτω από το τραπέζι.
Για παράδειγμα κουβέντα δεν ακούσαμε για τον Ιβάν Σαββίδη και την «ειδική μεταχείριση» που του επιφυλάσσει η κυβέρνηση και πώς το βοηθά να ξεμπερδεύει με κάτι δικαστικές έρευνες κ.λπ.
Ούτε είχε να πει κάτι για τον Δημήτρη Μελισσανίδη και το πώς θα χτίσει γήπεδο με λεφτά του δημοσίου.
Ούτε βέβαια, για τον «εθνικό προμηθευτή», τον όμιλο Κόκκαλη, που άλλωστε είναι και επισήμως… συνιστώσα της Προοδευτικής Συμμαχίας.
Όμως, αν το σκεφτείτε, γιατί να πει κάτι ο Γιάννης Ραγκούσης;
Ούτε για την κάθαρση ενδιαφέρεται, ούτε καν για την «προοδευτική παράταξη».
Βαρέθηκε να είναι στην απέξω και είπε να βρει ξανά πολιτική στέγη για να τρυπώσει από κάτω.
Για να νιώσει ξανά σημαντικός και αναντικατάστατος.