Τζιμ Λόντος: Ο παλαιστής από το Κουτσοπόδι που έγινε τραγούδι από τον Βαμβακάρη
Αχθοφόρος, καμαρότος, μοντέλο και κατσέρ σε τσίρκο, ο παλαιστής Τζιμ Λόντος τραγουδήθηκε από τον Μάρκο Βαμβακάρη και «έχτισε» το γήπεδο του Πανιώνιου.
O Τζιμ Λόντος (Jim Londos) ήταν Ελληνοαμερικανός παλαιστής. Γεννήθηκε στο Κουτσοπόδι του Άργους στις 2 Ιανουαρίου 1897 και πέθανε στις 19 Αυγούστου 1975. Το πραγματικό του όνομα ήταν Χρήστος Θεοφίλου (Christos Theofilou ή Christopher Theophelus).
"The Wrestling Plasterer" Christopher Theophelus
Μεταπήδησε στην επαγγελματική πάλη, αφού πρώτα εργάστηκε σε τσίρκο ως κατσέρ σε ακροβατικό νούμερο. Αρχικά εμφανιζόταν ως "The Wrestling Plasterer" Christopher Theophelus και αργότερα καθιέρωσε το Jim Londos. Προικισμένος εκ φύσεως με σημαντική δύναμη αλλά και άρτια τεχνικά καταρτισμένος είχε καταστεί το ίνδαλμα των φιλάθλων. Σπάνιας αντοχής, είχε δώσει μεγάλη σειρά αγώνων ασυνήθους αριθμού στην Αμερική, Ευρώπη, Αφρική (Αίγυπτο) και Αυστραλία. Συνδύαζε τη σωματική ρώμη με την τεχνική της πάλης. Έγινε ταχύτατα γνωστός για το λεγόμενο «αεροπλανικό κόλπο» (τεχνική), με το οποίο εξουδετέρωνε τους αντιπάλους του.
Σωματομετρικά μεγέθη
Ήταν κοντός αλλά πολύ γεροδεμένος. Την περίοδο της ακμής του τα σωματομετρικά του μεγέθη ήταν τα ακόλουθα:
ύψος: 1,68μ.
βάρος: 88 κιλά.
περιφέρεια λαιμού: 0,47μ.
περιφέρεια στήθους: 1,15-1,20μ.
περιφέρεια βραχιόνων: 0,41-0,43μ.
περιφέρεια μηρών: 0,55μ.
περιφέρεια κνήμης: 0,39μ.
βάρος: 88 κιλά.
περιφέρεια λαιμού: 0,47μ.
περιφέρεια στήθους: 1,15-1,20μ.
περιφέρεια βραχιόνων: 0,41-0,43μ.
περιφέρεια μηρών: 0,55μ.
περιφέρεια κνήμης: 0,39μ.
Τίτλοι και αντίπαλοι
Κέρδισε πολλές διακρίσεις στην πάλη με σημαντικότερη την ανάδειξή του σε παγκόσμιο Πρωταθλητή βαρέων βαρών στις 18 Νοεμβρίου 1938. Σκληρότεροι αντίπαλοί του, κατά τους αθλητικούς χρονογράφους της εποχής, ήταν ο «στραγγαλιστής Λιούις» και οι «Στέκερ» Μπράουνιγκ και Σίκατ.
Μετά το 1946 αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, διατηρώντας εθιμικά τον τίτλο του ισόβιου παγκόσμιου πρωταθλητή και λαμβάνοντας στην Αμερική τη περίφημη χρυσή και αδαμαντοποίκιλτη ζώνη που φορά σε πολλές φωτογραφίες.
Τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του εργάστηκε για λογαριασμό διαφόρων φιλανθρωπικών οργανώσεων, κυρίως για την περίθαλψη και προστασία ορφανών Ελληνόπουλων, θυμάτων του Β' Παγκοσμίου πολέμου. Για τη φιλανθρωπική του δράση τιμήθηκε από την ελληνική και αμερικανική πολιτεία, από τον βασιλιά της Ελλάδος Παύλο και από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον.
Απεβίωσε από καρδιακή προσβολή στις 19 Αυγούστου 1975 και το μνημείο του υπάρχει στο Oak Hill Memorial Park στο Escondido της Καλιφόρνια.
Αγώνες στην Ελλάδα και Πανιώνιος
Το Νοέμβριο του 1928 επισκέφθηκε την Ελλάδα και οργάνωσε αγώνα στο Παναθηναϊκό Στάδιο αντιμετωπίζοντας τον αήττητο ως τότε Πολωνοαμερικανό πρωταθλητή Ευρώπης Καρλ Ζμπύσκο, τον οποίο νίκησε. Στις προπονήσεις του Λόντου μαζεύονταν χιλιάδες θεατές και στον αγώνα επικράτησε το αδιαχώρητο παρά τη βροχή. Ο αγώνας έγινε με μεγάλη επισημότητα. Οργανωτής ήταν η εφημερίδα «Η Αθλητική» και επίτιμοι συνδιοργανωτές ο υπουργός Παιδείας, οι πρέσβεις των ΗΠΑ και της Πολωνίας, η Ολυμπιακή Επιτροπή, ο ΣΕΓΑΣ, ο Δήμαρχος Αθηναίων κ.ά. Ο αγώνας αναβλήθηκε δύο φορές, την πρώτη επειδή ο Λόντος ασθένησε από δάγκειο πυρετό και τη δεύτερη λόγω κακοκαιρίας και τελικά έγινε στις 2 Δεκεμβρίου 1928 με διαιτητή τον παλιό ολυμπιονίκη Δημήτρη Τόφαλο.
Το 1933 επανήλθε στην Ελλάδα και αγωνίσθηκε και πάλι στο Παναθηναϊκό Στάδιο αντιμετωπίζοντας νικηφόρα τον Ρωσοπολωνό γίγαντα Κόλα Κοβριάνι, σε έναν αγώνα που διοργάνωσε ο Πανιώνιος, με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για την ανέγερση του Σταδίου Ν. Σμύρνης.
Ο Βαμβακάρης
Για τη μεγάλη νίκη αυτή, ο Μάρκος Βαμβακάρης, έγραψε και ηχογράφησε ένα τραγούδι σε ρυθμό ζεϊμπέκικου:
«Πάρ' την αιμοβορία σου, και τράβα στην πατρίδα σου, αγαπητέ Κοριάνι,
που σ' έστειλε ο Λόντος μας σε μακρινό σεργιάνι.
Ήρθες απ' την πατρίδα σου το ζόρικο να κάνεις,
κι ο κόσμος αν δε σε γλύτωνε, κόντεψες να πεθάνεις.
Να είσουνα μονάχα εσύ, κομμάτια πια να γίνει,
μα πόσοι ευρεθήκανε την πάθανε κ' εκείνοι.
Έτσι λοιπόν ο Λόντος μας, βρέθηκε παλληκάρι,
κι όλος ο κόσμος τον αγαπά, του Άργους το καμάρι.»
που σ' έστειλε ο Λόντος μας σε μακρινό σεργιάνι.
Ήρθες απ' την πατρίδα σου το ζόρικο να κάνεις,
κι ο κόσμος αν δε σε γλύτωνε, κόντεψες να πεθάνεις.
Να είσουνα μονάχα εσύ, κομμάτια πια να γίνει,
μα πόσοι ευρεθήκανε την πάθανε κ' εκείνοι.
Έτσι λοιπόν ο Λόντος μας, βρέθηκε παλληκάρι,
κι όλος ο κόσμος τον αγαπά, του Άργους το καμάρι.»
Το τραγούδι φωνογραφήθηκε το 1933 (Δίσκος Parlophone B-21710).
Το όνομά του Λόντου έγινε θρύλος στην Ελλάδα. Στις δεκαετίες του '50 και του '60 σχεδόν σε όλη την Ελλάδα όταν ήθελαν να χαρακτηρίσουν ένα άτομο δυνατό, τον αποκαλούσαν «Τσιμπλόντο», σε παραφθορά του ονόματός του. Αναφορά επίσης στο όνομά του κάνουν και κάποια ελληνικά λαϊκά τραγούδια της ίδιας εποχής.
Άλλωστε και στο «Αν μ' αξιώσει ο Θεός» (1935), επίσης του Μάρκου Βαμβακάρη υπάρχει αναφορά στον Λόντο:
Αν μ' αξιώσει ο Θεός/ λεφτά και αποχτήσω/ θα χτίσω ένα μέγαρο/ τους πλούσιους να ελκύσω/
Θα ρχόντουσαν πελάτες μου/ κορίτσια να χουν τρέλες/ κι ο Βίλυ Φριτς θα σκάρωνε/ αφράτους αργιλέδες/
Η Γκρέτα Γκάρμπο μάγκα μου/ θ ανάβει το τσιμπούκι/ κι ο Ζακ Κιεπούρα στη γωνιά/ θα παίζει το μπουζούκι/
Ο Τζίμι Λόντος για νταής/ θα κάθεται στις τσίλιες/ κι η Λίλιαν η Χάρβεϊ/ θα διώχνει τις μπασκίνες/
Πρέπει να χτίσω ένα τζαμί/ για όλα τα δερβίσια/ και με κουπέ πολίτικο/ να ρχονται τα κορίτσια/.
Θα ρχόντουσαν πελάτες μου/ κορίτσια να χουν τρέλες/ κι ο Βίλυ Φριτς θα σκάρωνε/ αφράτους αργιλέδες/
Η Γκρέτα Γκάρμπο μάγκα μου/ θ ανάβει το τσιμπούκι/ κι ο Ζακ Κιεπούρα στη γωνιά/ θα παίζει το μπουζούκι/
Ο Τζίμι Λόντος για νταής/ θα κάθεται στις τσίλιες/ κι η Λίλιαν η Χάρβεϊ/ θα διώχνει τις μπασκίνες/
Πρέπει να χτίσω ένα τζαμί/ για όλα τα δερβίσια/ και με κουπέ πολίτικο/ να ρχονται τα κορίτσια/.