Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

Μάνος Ελευθερίου: «Εγγαμος βίος 50 χρόνων με τη στιχοποιία...»


ΓΙΩΤΑ ΣΥΚΚΑ
Εδώ και 50 χρόνια οι στίχοι του Μάνου Ελευθερίου μελοποιούνται από τους σημαντικότερους συνθέτες μας και τραγουδιούνται από τους καλύτερους ερμηνευτές. Τραγούδια όπως «Ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά», «Σ’ αυτή τη γειτονιά», «Παραπονεμένα λόγια», «Οι ελεύθεροι κι ωραίοι», «Μαρκίζα», «Στων αγγέλων τα μπουζούκια», «Ερημοι σταθμοί», «Αμλετ της Σελήνης» ανήκουν
πλέον στον συλλογικό μύθο των τελευταίων δεκαετιών, ενώ οι μελέτες του για τη Σύρο των αρχών του περασμένου αιώνα, τον Μάρκο Βαμβακάρη, την Ελένη Παπαδάκη, τα διηγήματα, τα μυθιστορήματα, καθρεφτίζουν το πολύπλευρο ταλέντο του.
Και όμως, ο Μάνος Ελευθερίου στα 78 του χρόνια συνεχίζει να γράφει στίχους και βιβλία με την ενέργεια νεαρού ποιητή.
Πρόσχημα για τη συζήτησή μας είναι η συναυλία στην Τεχνόπολη (11/9), αφιέρωμα του ραδιοφωνικού σταθμού 9,84 για τα 20 χρόνια συνεργασίας μαζί του ως μουσικός παραγωγός.
– Στην Ελλάδα συνήθως τιμάμε τους τραγουδιστές, έπειτα τους συνθέτες και σπανιότερα τους στιχουργούς. Σας πικραίνει η σειρά;
– Δεν βαριέστε, έχω νιώσει τόσο πολλές πίκρες, που αυτή πάει στην άκρη. Αλλωστε, υπάρχουν καλύτεροι από μένα στιχουργοί. Χαίρομαι που τη γιορτή στην Τεχνόπολη την ανέλαβε ο Γιώργος Ανδρέου. Είναι λαμπρός συνθέτης, μορφωμένος, οργανωτικός, εξαιρετικός ενορχηστρωτής και σπάνιος ηχολήπτης. Πάντως, εκτός από τα 20 χρόνια συνεργασίας με τον σταθμό, συμπληρώνω και 50 χρόνια «εγγάμου βίου» με τη στιχοποιία.
– Γράψατε 400 και πλέον τραγούδια σε πέντε δεκαετίες, ξεκινώντας κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής σας θητείας στα Γιάννενα. Πώς ήταν η διαδρομή μέχρι σήμερα;
– Ηταν δύσκολη. Αν μετάνιωσα για κάτι, είναι που δεν έγραψα λαϊκά - ερωτικά τραγούδια, ενώ μπορούσα. Ιδιαίτερα με τον εξαίσιο Γιώργο Ζαμπέτα, ο οποίος ήταν και στενός μου φίλος. Κάποτε θέλησε να του διαβάσω ένα - δυο τραγούδια που είχε μελοποιήσει ο Γιάννης Μαρκόπουλος. «Για να δούμε τι άλλα τραγούδια γράφεις;», μου είπε. Του διάβασα ένα μεγάλο σε διάρκεια τραγούδι, απ’ αυτά που ο Μίκης Θεοδωράκης χαρακτηρίζει ποιήματα - ποταμός. Ηταν τα «Μαλαματένια λόγια». Το άκουσε με προσοχή και όταν τελείωσε μού είπε: «Βρε Μάνο μου, είναι ωραία αυτά που γράφεις, αλλά αυτό δεν είναι τραγούδι, είναι κατάθεση στον Αρειο Πάγο». Ο Ζαμπέτας αδικήθηκε, δεν τον θεωρούσαν εξίσου μεγάλο όπως άλλους. Εφταιγε και ο ίδιος. Με την παιδεία που είχε, θεωρούσε καταξίωση να υπάρχει στο ακροατήριό του ο Ωνάσης να σπάει πιάτα. Δεν του αρκούσε να έχει τη γνώμη του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη ή του Ξαρχάκου που τον θεωρούσαν «θεό».
– Στα δικά σας τραγούδια προτιμούσατε πάντα την κοινωνική ματιά.
– Με είχε κατακυριεύσει αυτό. Μπορούσα να γράψω ερωτικά τραγούδια. Τώρα είναι αργά. Διάφοροι συνθέτες έχουν στα χέρια τους τουλάχιστον 150 ανέκδοτα τραγούδια μου εδώ και πολλά χρόνια, κι εγώ στα συρτάρια μου άλλα τόσα ανέκδοτα. Ομως, εδώ και τέσσερα χρόνια γράφω μόνο πολιτικά τραγούδια. Είναι δύσκολη η περιπέτεια που ζούμε.
– Γράφετε εύκολα;
– Οχι, δύσκολα. Γράφεις ένα στίχο ή το τετράστιχο κι ύστερα περιμένεις τη θεία έμπνευση να συνεχίσεις. Εχω πολλά τετράστιχα που δεν φτιάχνουν ένα ακέραιο τραγούδι. Μια εικόνα μπορεί να γίνει στίχος, όπως μια δημοσιογραφική είδηση. Το «10 γραμμάρια» που έγραψα και μελοποίησε πέρυσι ο Λαυρέντης είναι για ένα παιδί στην επαρχία, το οποίο συνελήφθη για δέκα γραμμάρια χασίς. Εχω χιλιάδες αποκόμματα εφημερίδων. Μικρές ειδήσεις από την εποχή που οι παλιές εφημερίδες είχαν ανταποκριτές σε όλη τη χώρα.
Σήμερα χάθηκε η ελπίδα
– Ο πατέρας σας ήταν ναυτικός. Επαιξε ρόλο η απουσία σ’ όλα αυτά;
– Τον γνώρισα το 1946 όταν ήμουν 7 χρόνων, διότι την περίοδο του πολέμου αποκλείστηκε στη Νέα Υόρκη. Ηταν κηρυγμένος, όπως κι άλλοι στην Ερμούπολη, «εις αφάνειαν». Δεν τον άφησαν ούτε να ψηφίσει. Υπήρχε βλέπετε η βλακώδης διαταγή του Ζαχαριάδη να μην ψηφίζει κανείς αριστερός. Θεώρησαν λοιπόν ότι άκουσε τον Ζαχαριάδη. Τους έδειξε το διαβατήριο ότι ήταν στην Αμερική, ότι είχε κηρυχθεί εις αφάνειαν, αλλά τίποτε. Ηταν ένας εφιάλτης που κράτησε πέντε χρόνια. Φύγαμε από τη Σύρα το 1953 όπως έφευγαν οι άνθρωποι από τη Σμύρνη. Στην Αθήνα εγκατασταθήκαμε στο Χαλάνδρι κι αργότερα στο Ψυχικό. Ο πατέρας ευτυχώς κατόρθωσε και ταξίδεψε πάλι.
– Το θέατρο μπήκε πράγματι στη ζωή σας στα 12;
– Ποτέ δεν μας πίεσαν σε ό,τι διάλεξε ο καθένας μας. Η μεγάλη αδερφή μου, που πέθανε πέρυσι και ήταν πολύ καλύτερη ποιήτρια από μένα, τελείωσε τη δραματική σχολή του Κουν. Ο αδερφός μου, τρίτος στη σειρά, που επίσης έφυγε, σπούδασε μουσική και η μικρή μου αδερφή 43 χρόνια στο Παρίσι, πήγε στην Μποζάρ. Τώρα είναι εδώ και με τρέχει στα νοσοκομεία. Η μητέρα μου ήταν ο στυλοβάτης της οικογένειας. Οικογένεια μικροαστική, τα έφερνε βόλτα, αλλά στη Σύρο είδα την απόλυτη πενία των ανθρώπων. Στο θέατρο με έπαιρνε μαζί της διότι ο πατέρας ταξίδευε, εκείνη ήταν 35 χρονών και ήταν άσχημο να κυκλοφορεί μονάχη της το βράδυ. Ετσι είδα τους μεγάλους καλλιτέχνες της επιθεώρησης στη Σύρο.
Διάβασα πολύ θέατρο
Δυστυχώς δεν με πήρε μαζί της στις παραστάσεις της Μαρίκας Κοτοπούλη. Ομως την κάλεσαν σε τσάι στο Λύκειον Ελληνίδων και, όπως γίνεται στα καλά σπίτια, έφερε η κάθε μία τα ασημικά, τα χρυσαφικά, τα κεντητά τραπεζομάντιλα, τα κοφτά, τα αζούρ για να τη θαμπώσουν. Την περιμέναμε καμιά 30ριά άτομα απέξω να τη χειροκροτήσουμε. Εκείνη, λες και μας εντόπισε με τον φίλο μου Λεωνίδα Αγγέλου, πλησίασε και μας ρώτησε «τι κάνετε παιδιά;». Ετρεμα από τη συγκίνηση μες στο κοντό παντελονάκι.
– Μαγευτήκατε όμως από τη ζωή της Ελένης Παπαδάκη.
– Σπούδασα θέατρο νομίζοντας ότι πηγαίνοντας σε δραματική σχολή θα πάρω τις βάσεις για να γράψω. Οι βάσεις ήταν ότι αναγκάστηκα εκ των πραγμάτων να διαβάσω πολύ θέατρο. Κατάλαβα ότι δεν είμαι φτιαγμένος για το θέατρο. Τα κατάφερα όμως στους μονολόγους που θα παιχτούν και φέτος. Ο Γκόνης θα κάνει τον έναν. Με μια μικρή παρέα ετοιμάζουμε και μια έκθεση που θα γίνει στην Ερμούπολη από το αρχείο μου. Το φθινόπωρο θα κυκλοφορήσει η νουβέλα «Φαρμακείον εκστρατείας» από το «Μεταίχμιο» και λίγο αργότερα 4-5 έμμετρα παραμύθια για παιδιά με την εικονογράφησή τους.
– Από τους πρώτους σας στίχους ήταν «Το τρένο φεύγει στις 8». Δώσατε όμως τραγούδι και στην Πέγκυ Ζήνα «Οταν σωπαίνει ένα κορμί». Πώς και δεν ενδώσατε ποτέ στους διαχωρισμούς του ελληνικού τραγουδιού;
– Ο Μάο έλεγε «αφήστε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν». Φαίνεται πως ήμουν και ολίγον μαοϊστής, αν και ουσιαστικά είμαι τροτσκιστής. Ενας σοφός φίλος τροτσκιστής έλεγε «ο Λέων Τρότσκι θα έκανε χειρότερα πράγματα απ’ ό,τι έκανε ο Στάλιν». «Και ο Λένιν;», ρώτησα. «Αυτός, αγαπητέ μου, θα έκανε τρισχειρότερα».
– Σήμερα τι βιώνουμε;
– Σήμερα χάθηκε η ελπίδα.
– Ελπίζετε να φτιάξουν τα πράγματα;
– Δεν θα ζω τότε, γιατί είμαι 78 χρόνων κι αυτό θα έρθει σε 20 χρόνια
Νικηφόρος
Η φτώχεια σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί το προζύμι για την δημιουργία πολύ μεγάλων ανθρώπων εκεί που τα χρήματα δεν παίζουν κανένα ρόλο Πόσο όμως προζύμι έχει χαθεί αυτό κανένας δεν μπόρεσε  ούτε και θα μπορέσει να μετρήσει  
Αν κάνεις ένα γκάλοπ σε εκατό Έλληνες και ρωτήσουμε ποιος ήταν ο Μάνος Ελευθερίου ίσως κάποιος βρεθεί  και πει ότι ήταν στιχουργός Και αν ρωτήσεις και για τον Μενέλαο Λουντέμη θλιβερό  να μη υπάρξει κανένας που θα τον γνωρίζει. Εδώ δεν έγινε Ακαδημαϊκός ο Κώστας Βάρναλης που έγραψε  τους Μοιραίους
Και ο λόγος που η Ακαδημία στερήθηκε έναν γίγαντα ήτα επειδή ήταν κουμουνιστής  
Ο Μάνος Ελευθερίου ήταν ένας πολύ μεγάλους που έχει δημιουργηθεί  από το προζύμι της φτώχειας.  Και όπως είπε ο μεγάλος  Μάνος η μεγαλύτερη του αδελφή έγραφε καλύτερα από αυτόν Η σεμνότητα του  από την μια και το μεγάλο καλλιτεχνικό του ταλέντο με υποχρέωσαν να τολμήσω να γράφω αυτές τις αράδες 

Ο Μάνος Ελευθερίου σε συνέντευξη που μου παραχώρησε για τα παιδικά του χρόνια στη Σύρο: «Βίωσα την έλλειψη αγαθών μικρός. Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός, μηχανικός σε ποντοπόρα πλοία. Τον γνώρισα σε μεγάλη ηλικία, μετά τον πόλεμο και περάσαμε μια πολύ δύσκολη μεταπολεμική περίοδο στη Σύρο. Είδα, ας πούμε, γείτονες στη συνοικία που μεγάλωσα, που δεν είχαν απολύτως τίποτα. Έρχονταν και ζητούσαν από μας ένα κρεμμύδι, λίγη ζάχαρη, λίγο καφέ, λίγο λάδι. Μιλάμε για την απόλυτη ένδεια, την οποία την έχω δει, την έχω ζήσει. Τα παιδιά στο σχολείο ήταν όλα ξυπόλητα. Στο γυμνάσιο φόρεσαν παπούτσια, όσοι πήγανε. Ήταν άγρια τα πράγματα».
Έντυπη