Οι μεγάλοι έρωτες έχουν τις περισσότερες φορές άδοξο τέλος. Την εν λόγω κατάληξη είχε και η αγάπη ενός Ελληνοβρετανού για τη χώρα μας.
προσωπική εμπειρία διαμονής στο εξωτερικό (Κύπρο, Νότιο Αφρική, Ιαπωνία), έμενε εσχάτως στην Αθήνα. «Εχω τη δυνατότητα να εργάζομαι εξ αποστάσεως για την εταιρεία μου, cerberus security investigations» εξηγεί στην «Κ» ο κ. Κόλντικοτ, που μέχρι πρόσφατα γνώριζε την Ελλάδα μέσω των καλοκαιρινών του διακοπών και των αφηγήσεων της Ελληνίδας μητέρας του. Με γκρίζους κροτάφους, πλέον, εμφανίστηκε με τις βαλίτσες και το λάπτοπ του την Ανοιξη στο Παγκράτι. Η καθημερινή ζωή στο «κλεινόν άστυ» τον συνεπήρε. «Ηταν πολύ διαφορετικά από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο» περιγράφει, «μου άρεσε ο λίγο πιο χαλαρός τρόπος ζωής, η συνήθεια σας να κάνετε δραστηριότητες ακόμα και αργά τη νύχτα, οι παρέες που σμίγουν στις πλατείες τα καλοκαιρινά βράδια». Ετσι, ξεκίνησε να μαθαίνει ελληνικά και «φλέρταρε» με την ιδέα να μετακομίσει μόνιμα στη δεύτερη πατρίδα του.
Στις αρχές Ιουλίου ήρθε από τη Μ. Βρετανία να τον επισκεφθεί η 13χρονη κόρη του. «Την πρώτη κιόλας μέρα, 9/7, την πήγα στον άγνωστο στρατιώτη και το Σύνταγμα, για να πάρει μια πρώτη γεύση της πόλης». Η ξέγνοιαστη, όμως, βόλτα πατέρα και κόρης έληξε βίαια, όταν ο Ρόμπερτ αφού κατέβηκε τη μαρμάρινη σκάλα της πλατείας Συντάγματος στραβοπάτησε σε ένα σπασμένο μάρμαρο. «Βρέθηκα κάτω με τρομερούς πόνους». Δυο Ελληνες περαστικοί του έφεραν λίγο πάγο, ωστόσο ο ίδιος δεν μπορούσε να κουνηθεί. «Ειδα από μακριά τρεις ένστολους και έστειλα την κόρη μου, που δεν γνωρίζει ελληνικά, να τους ενημερώσει». Οι τρεις αστυνομικοί τον πλησιάσαν αλλά προς έκπληξη του δεν είχαν καμία λύση. «Απέρριψαν την ιδέα να βγάλουν μια φωτογραφία και να προχωρήσουν σε αναφορά, όταν δε τους παρακάλεσα να καλέσουν ασθενοφόρο απεφάνθησαν ότι θα ήταν άσκοπο, επειδή θα έκανε μια ώρα να έρθει». Οι αστυνομικοί του πρότειναν να πάρει ταξί. «Επειτα από παράκλησή μου με βοήθησαν απλώς να σηκωθώ, όχι όμως και να βρω ταξί» λέει με πικρία, «ούτε κάποιος άλλος διερχόμενος έδειξε το ελάχιστο ενδιαφέρον να με βοηθήσει». Ο οδηγός του ταξί τον πήγε στο εφημερεύον νοσοκομείο, «εκεί έμεινα πολύ ευχαριστημένος από τη φροντίδα των γιατρών».
Σήμερα, δέκα μέρες αργότερα, κλινήρης, ανατρέχει στο σκηνικό: χτυπημένος και αβοήθητος στο πιο πολυσύχναστο σημείο της Ελλάδας. «Ντράπηκα για τη στάση τους, είναι σαφές ότι δεν ήθελαν να αναλάβουν καμία ευθύνη» σχολιάζει, «στη Βρετανία θα είχαν ειδοποιήσει ασθενοφόρο και θα είχαν φροντίσει για έναν διερμηνέα».
Ακόμα περισσότερο, δε, τον εξοργίζει η στάση τεσσάρων διαφορετικών δικηγόρων, στους οποίους απευθύνθηκε για να κάνει μήνυση παντός υπευθύνου, κάτι που κανείς δεν θέλησε να αναλάβει. Οσο για το όνειρο της ζωής στην Ελλάδα- έχει πλέον εξαϋλωθεί.