Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

Αλήθεια αυτή που άφησαν έργο πεθαίνουν; ποτέ:







Το ελληνικό πεντάγραμμο έχασε μια μεγάλη «φωνή» στις 5 Φλεβάρη. Η Τζένη Βάνου, η τραγουδίστρια που ξεχώρισε με το χαρακτηριστικό ηχόχρωμά  της για αρκετές δεκαετίες στο ελαφρό και λαϊκό τραγούδι, απεβίωσε στις 11.00 το πρωί, σε ηλικία 75 ετών, στο Νοσοκομείο «Μεταξά»


Γεννήθηκε στο Κιλκίς, στις 11 Μαρτίου 1954 αλλά η καταγωγή του ήταν από τονΠειραιά, όπου και μεγάλωσε. Όταν ήταν μικρός, οι γονείς του τον παρότρυναν να γίνει δικηγόρος λόγω της άνεσης που παρουσίαζε στον λόγο, όμως αυτός επέλεξε το τραγούδι και την ηθοποιία. Παλαιότερα ήταν ιδιοκτήτης ενός καταστήματος με έπιπλα. Είχε επίσης πει πως δεν του άρεσε ο γάμος, καθώς έτσι αιχμαλωτίζεται η ανεξαρτησία του.Πέθανε στις 21 Φεβρουαρίου 2014 στο νοσοκομείο Υγεία έπειτα από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο.[Ο θάνατός του προκάλεσε πανελλήνια συγκίνηση.

Ο Αντώνης Βαρδής γεννήθηκε στις 7 Αυγούστου του 1948,  στο Μοσχάτο στην οδό Κανάρη. και πέθανε 2 Σεπτεμβρίου του 2014 Σε ηλικία έξι ετών φέρεται να γνώρισε τον Τσιτσάνη, τον Παπαιωάνου, το Ζαμπέτα και τη Ρένα Ντάλια στο νυχτερινό μαγαζί "Φαληρικό" όπου και τραγούδησε για πρώτη φορά. Για βιοποριστικούς λόγους το 1954 δούλεψε δίπλα στο συνθέτη και δεξιοτέχνη στο μπουζούκιΜανώλη Χιώτη, στη "Γωνιά της Αθήνας" στην Πλάκα. Λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης της οικογένειας του δεν πήγε στο γυμνάσιο αλλά ξεκίνησε να εργάζεται από μικρός[1], εργαζόμενος κατά περιόδους σε ψιλικατζίδικο, χρωματοπωλείο, βενζινάδικο, σε οικοδομή σαν βοηθός υδραυλικού και ως ναυτικός. Παράλληλα ξεκίνησε να γράφει τραγούδια, τα οποία όμως δεν ηχογραφούσε. Το 1973 πήρε μέρος σε διαγωνισμό τραγουδιού και κέρδισε το δεύτερο βραβείο σύνθεσης. Το τραγούδι, Πόσο πολύ σε αγάπησα σε στίχους του Κώστα Νεστορίδη το ερμήνευσε ο Γιώργος Νταλάρας και από εκεί ξεκίνησε η σοβαρή επαγγελματική ενασχόληση του Βαρδή με τη σύνθεση. Ακολούθησαν το λαϊκό τραγούδι Έτσι που το πας για τη Χαρούλα Αλεξίου και το Οι Κυκλάδες για τον πρώτο προσωπικό δίσκο της Άννας Βίσση, με το οποίο εγκαινίασε τη συνεργασία του με τον στιχουργό Πάνο Φαλάρα ενώ το 1976 συνέθεσε και ερμήνευσε τον πρώτο του προσωπικό δίσκο με τίτλο Οραματίζομαι σε στίχους του Γιάννη Αθανασιάδη. Ο δίσκος δεν γνώρισε επιτυχία και ο Βαρδής για ένα διάστημα αποτραβήχτηκε από τη σύνθεση απογοητευμένος.Επέστρεψε το 1978 με τραγούδια με πιο εμπορικό προσανατολισμό, γράφοντας το Θέλω να μ`αγαπάς το οποίο έγινε επιτυχία από τον Γιάννη Πουλόπουλο, ενώ ακολούθησαν συνεργασίες του με τη Δήμητρα Γαλάνη,για άλλη μια φορά τον Γιώργο Νταλάρα και τον Γιάννη Πάριο. Σημαντική ήταν η συνεισφορά του στον πρωτο δίσκο του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, που φέρει το όνομα του τραγουδιστή, για τον οποίο έγραψε 7 τραγούδια σε στίχους του Φαλάρα
Ο Μένης Κουμανταρέας γεννήθηκε 17 Μαΐου 1931 και  πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου 2014 ήταν Έλληνας συγγραφέας και μεταφραστής.
Το 1961 ξεκίνησε να συνεργάζεται με το περιοδικό Ταχυδρόμος και την επόμενη χρονιά εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων Τα μηχανάκια. Κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας οδηγήθηκε τρεις φορές σε δίκη για το διήγημα του Το Αρμένισμα. Το 1972 σπούδασε με υποτροφία στο Βερολίνο για έξι μήνες. Από το 1982 ζούσε αποκλειστικά από τη συγγραφική του δραστηριότητα.[2] Το 1987 το μυθιστόρημα του Η φανέλα με το εννιά μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Παντελή Βούλγαρη.[3] Κείμενά του δημοσιεύτηκαν σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, όπως τα Εκλογή, Ηριδανός, Επιθεώρηση Τέχνης, Οδός Πανός, η λέξη και άλλα. Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά,γαλλικά και γερμανικά.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και της Κρατικής Ορχήστρας Ελληνικής Μουσικής του Σταύρου Ξαρχάκου.
Βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του στην Κυψέλη, το πρωί της 6ης Δεκεμβρίου 2014, από τον ανιψιό του "με εμφανείς μώλωπες στο λαιμό και το πρόσωπο"[5]. Η κηδεία του τελέστηκε την Τρίτη 09 Δεκεμβρίου 2014 στο Ά Κοιμητήριο Αθηνών, με δαπάνη του Δήμου Αθηναίων "..ως ελάχιστο φόρο τιμής στον σπουδαίο πεζογράφο Μένη Κουμανταρέα, που έζησε, αγάπησε και έγραψε όπως κανένας άλλος, για την πόλη της Αθήνας..

Ο Σεραφείμ Φυντανίδης γεννήθηκε στις 3 Μαρτίου 1937 στο Περιστέρι, χώρο στον οποίο είχαν εγκατασταθεί οι γονείς του ως πρόσφυγες από τηνΚωνσταντινούπολη. Στα μαθητικά του χρόνια εξέδιδε μαζί με τους συμμαθητές του το έντυπο Μαθητική Ηχώ (περίπου το 1955), ενώ στη συνέχεια δούλεψε εθελοντικά ως Αρχισυντάκτης στην εβδομαδιαίαεφημερίδα Το περιστέρι (1955 με 1959).
Ο πατέρας του ήταν ηλεκτροτεχνίτης που έβγαζε το μεροκάματο του επιδιορθώνοντας ηλεκτρολογικά και υδραυλικά προβλήματα σε σπίτια. Αργότερα απέκτησε και δικό του μαγαζί. Πιστός στην παράδοση και τα χρηστά ήθη της εποχής και γνωρίζοντας φυσικά τη δυσκολία του εγχειρήματος καθώς και τα προβλήματα που θα προέκυπταν, ήταν αντίθετος στην επιθυμία του γιού του να σπουδάσει. Αυτό ανάγκασε τον νεαρό τότε Φυντανιδη, να δώσει κρυφά εξετάσεις το 1956 στην Ανώτατη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (Α.Σ.Ο.Ε.Ε.), στην οποία πέρασε και από την οποία αποφοίτησε χωρίς καθυστέρηση, παρότι ήδη από το δεύτερο έτος των σπουδών του εργαζόταν άμμισθος στην εφημερίδα Έθνος.
Στις 10 Απριλίου 1976, στις 02:00 τα ξημερώματα ανέλαβε καθήκοντα διευθυντή στην «Ε». Ωστόσο το όνομα του τυπώθηκε πρώτη φορά ως διευθυντή της μετά από 6 μήνες, διότι στο μεταξύ επεδίωξε την επιστροφή του προηγούμενου διευθυντή Αλέκου Φιλλιπόπουλου. Στα 31 χρόνια της διεύθυνσης επί Σεραφείμ Φυντανίδη, η «Ε» καθιερώθηκε στη συνείδηση των αναγνωστών ως ένα ελεύθερο και πρωτοποριακό μέσο, ανοικτό προς τους νέους (απόδειξη το ένθετο περιοδικό schooligans που έγραψε τη δική του ιστορία), με οικολογική ευαισθησία, με πρωτότυπα εξώφυλλα και με πωλήσεις που πολλές φορές υπερέβαιναν σε καθημερινή βάση τα 150.000 φύλλα.
Το 2005 ο δημοσιογράφος Μάκης Τριανταφυλλόπουλος κατήγγειλε τον Φυντανίνη πως είχε χρησιμοποιήσει την επιρροή του για να αναλάβει η εταιρεία της συζύγου του έργολαβίες σχετιζόμενες με τους Ολυμπιακούς Αγώνες.[3] Οι κατηγορίες αυτές, που δεν αποδείχτηκαν, πλήγωσαν τη φήμη του Φυντανίδη.[4] Με το θάνατο του Κίτσου Τεγόπουλουστις 29 Νοεμβρίου 2006 σε ηλικία 86 ετών άρχισε και η αντίστροφη μέτρηση για την -ήδη 30 χρόνων- παρουσία του Σεραφείμ Φυντανίδη στην Ελευθεροτυπία. Οι διάδοχοι του Τεγόπουλου, θέλοντας να εδραιώσουν τον έλεγχο τους στην εφημερίδα, ώθησαν τον Φυντανίδη προς την έξοδο ανακοινώνοντας του τη μείωση των αποδοχών του κατά 50% και τελικά αποέμποντας τον στις 21 Απριλίου 2007.[4] Τα γεγονότα έδειξαν πως μαζί με την εκδιωξη του άρχισε και η αντίστροφη μέτρηση για την εφημερίδα που μετά από 36,5 χρόνια συνεχούς λειτουργίας, σταμάτησε την έκδοση της το πρωί της 31ης Δεκεμβρίου 2011
Παράλληλα με τη Δημοσιογραφική του καριέρα έγραψε 2 βιβλία:
  • Το Απόδραση σε τέσσερις ηπείρους (2002, Εκδόσεις Καστανιώτη)
  • Το 31 αξέχαστα χρόνια στο ξύλινο τιμόνι της «Ελευθεροτυπίας» και της «Κυριακάτικης Ε» (2014, Εκδόσεις Παττάκη)
Με την έκδοση του πρώτου του βιβλίου το 2002, ανακοίνωνε και την επιθυμία του να γράψει ένα βιβλίο με τίτλο Πώς να (μη) γίνεις Δημοσιογράφος. δεν επρόκειτο όμως για μια εξαγγελία εντυπώσεων, 50 χειρόγραφα που αφορούν την συγγραφή αυτού του βιβλίου υπάρχουν στο γραφείο του. Υπήρξε επίσης Μέλος του Δ.Σ. της ορχήστρας των χρωμάτων από το 1993 μέχρι το θάνατό του.
Πέθανε στις 21.00 το βράδυ της Πέμπτης 25 Δεκεμβρίου 2014 σε ηλικία 77 ετών, προδoμένος από την καρδιά του, και στις 13.00 του Σαββάτου 27 Δεκεμβρίου κηδεύτηκε στο 1ο Νεκροταφείο Αθηνών